καλοσχηματίζομαι

καλοσχηματίζομαι
(Α καλοσχηματίζομαι) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλοσχηματισμένος, -η, -ο
ο σχηματισμένος καλά
αρχ.
(για αστέρες ή ζώδια) καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση που προοιωνίζεται καλά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”